επιοπτης

επιοπτης
    ἐπιόπτης
    ἐπι-όπτης
    2
    Hom. = ἐπόπτης См. εποπτης

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επιοπτης" в других словарях:

  • επιόπτης — ἐπιόπτης, ό (ποιητ. τ. αντί επόπτης*) (Α) επιγρ. («ἐπιόπτης βοτῶν» επιστάτης τών βοσκημάτων …   Dictionary of Greek

  • ἐπιόπτα — ἐπιόπτᾱ , ἐπιόπτης masc nom/voc/acc dual ἐπιόπτᾱ , ἐπιόπτης masc gen sg (doric aeolic) ἐπϊόπτᾱ , ἐποπτάω roast besides pres imperat act 2nd sg ἐπϊόπτᾱ , ἐποπτάω roast besides imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίοπτα — ἐπίοπτος observed neut nom/voc/acc pl ἐπιόπτης masc voc sg ἐπιόπτης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιόπται — ἐπιόπτᾱͅ , ἐπιόπτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»